Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιότης
ποιόω
ποιπνυός
ποιπνύω
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
ποκκί
ποκοειδής
ποκόομαι
πόκος
View word page
ποιωτίζομαι
to be endowed with quality
ShortDef
to be endowed with quality
Debugging
Headword:
ποιωτίζομαι
Headword (normalized):
ποιωτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ποιωτιζομαι
IDX:
71054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71055
Key:
Data
{'content': 'to be endowed with quality'}