Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιονόμος
ποιόνομος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποιόω
ποιπνυός
ποιπνύω
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
ποκιστί
View word page
ποιφύσσω
to blow, snort
ShortDef
to blow, snort
Debugging
Headword:
ποιφύσσω
Headword (normalized):
ποιφύσσω
Headword (normalized/stripped):
ποιφυσσω
IDX:
71050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71051
Key:
Data
{'content': 'to blow, snort'}