Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιολόγος
ποιονόμος
ποιόνομος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποιόω
ποιπνυός
ποιπνύω
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
ποκίζω
ποκισμός
View word page
ποίφυγμα
a blowing, snorting

ShortDef

a blowing, snorting

Debugging

Headword:
ποίφυγμα
Headword (normalized):
ποίφυγμα
Headword (normalized/stripped):
ποιφυγμα
IDX:
71049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71050
Key:

Data

{'content': 'a blowing, snorting'}