Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεκφώνητος
ἀνεκχύμωτος
ἀνέλαιος
ἀνελάττωτος
ἀνέλεγκτος
ἀνελεγξία
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνελεής
ἀνελέητος
ἀνελελίζω
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελευθέριος
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλικτος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
ἀνελκής
ἀνελκόομαι
View word page
ἀνελελίζω
shake and rouse
ShortDef
shake and rouse
Debugging
Headword:
ἀνελελίζω
Headword (normalized):
ἀνελελίζω
Headword (normalized/stripped):
ανελελιζω
IDX:
7104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7105
Key:
Data
{'content': 'shake and rouse'}