Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιολογέω
ποιολογία
ποιολόγος
ποιονόμος
ποιόνομος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποιόω
ποιπνυός
ποιπνύω
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
ποκάς
View word page
ποιπνύω
to be out of breath

ShortDef

to be out of breath

Debugging

Headword:
ποιπνύω
Headword (normalized):
ποιπνύω
Headword (normalized/stripped):
ποιπνυω
IDX:
71047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71048
Key:

Data

{'content': 'to be out of breath'}