Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποινουργός
ποιολογέω
ποιολογία
ποιολόγος
ποιονόμος
ποιόνομος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποιόω
ποιπνυός
ποιπνύω
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
ποιωτός
View word page
ποιπνυός
servant
ShortDef
servant
Debugging
Headword:
ποιπνυός
Headword (normalized):
ποιπνυός
Headword (normalized/stripped):
ποιπνυος
IDX:
71046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71047
Key:
Data
{'content': 'servant'}