Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποινοστροβέομαι
ποινουργός
ποιολογέω
ποιολογία
ποιολόγος
ποιονόμος
ποιόνομος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποιόω
ποιπνυός
ποιπνύω
ποιφύγδην
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποιώδης2
ποίωσις
ποιωτίζομαι
ποιωτικός
View word page
ποιόω
make of a certain quality
ShortDef
make of a certain quality
Debugging
Headword:
ποιόω
Headword (normalized):
ποιόω
Headword (normalized/stripped):
ποιοω
IDX:
71045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71046
Key:
Data
{'content': 'make of a certain quality'}