Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποίνημα
ποινητήρ
ποινῆτις
ποινήτωρ
ποινίζομαι
ποίνιμος
ποινίον
ποινοποιός
ποινοστροβέομαι
ποινουργός
ποιολογέω
ποιολογία
ποιολόγος
ποιονόμος
ποιόνομος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποιόω
ποιπνυός
ποιπνύω
View word page
ποιολογέω
to gather grain into sheaves

ShortDef

to gather grain into sheaves

Debugging

Headword:
ποιολογέω
Headword (normalized):
ποιολογέω
Headword (normalized/stripped):
ποιολογεω
IDX:
71037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71038
Key:

Data

{'content': 'to gather grain into sheaves'}