Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποινηλατέω
ποινήλατος
ποίνημα
ποινητήρ
ποινῆτις
ποινήτωρ
ποινίζομαι
ποίνιμος
ποινίον
ποινοποιός
ποινοστροβέομαι
ποινουργός
ποιολογέω
ποιολογία
ποιολόγος
ποιονόμος
ποιόνομος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποιόω
View word page
ποινοστροβέομαι
to be routed

ShortDef

to be routed

Debugging

Headword:
ποινοστροβέομαι
Headword (normalized):
ποινοστροβέομαι
Headword (normalized/stripped):
ποινοστροβεομαι
IDX:
71035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71036
Key:

Data

{'content': 'to be routed'}