Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποινηλασία
ποινηλατέω
ποινήλατος
ποίνημα
ποινητήρ
ποινῆτις
ποινήτωρ
ποινίζομαι
ποίνιμος
ποινίον
ποινοποιός
ποινοστροβέομαι
ποινουργός
ποιολογέω
ποιολογία
ποιολόγος
ποιονόμος
ποιόνομος
ποιός
ποῖος
ποιότης
View word page
ποινοποιός
taking vengeance

ShortDef

taking vengeance

Debugging

Headword:
ποινοποιός
Headword (normalized):
ποινοποιός
Headword (normalized/stripped):
ποινοποιος
IDX:
71034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71035
Key:

Data

{'content': 'taking vengeance'}