Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
ποινή
ποινηλασία
ποινηλατέω
ποινήλατος
ποίνημα
ποινητήρ
ποινῆτις
ποινήτωρ
ποινίζομαι
ποίνιμος
ποινίον
ποινοποιός
ποινοστροβέομαι
ποινουργός
ποιολογέω
ποιολογία
ποιολόγος
ποιονόμος
View word page
ποινήτωρ
avenging

ShortDef

avenging

Debugging

Headword:
ποινήτωρ
Headword (normalized):
ποινήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ποινητωρ
IDX:
71030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71031
Key:

Data

{'content': 'avenging'}