Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
ποινή
ποινηλασία
ποινηλατέω
ποινήλατος
ποίνημα
ποινητήρ
ποινῆτις
ποινήτωρ
ποινίζομαι
ποίνιμος
ποινίον
ποινοποιός
ποινοστροβέομαι
ποινουργός
ποιολογέω
ποιολογία
ποιολόγος
View word page
ποινῆτις
avenging

ShortDef

avenging

Debugging

Headword:
ποινῆτις
Headword (normalized):
ποινῆτις
Headword (normalized/stripped):
ποινητις
IDX:
71029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71030
Key:

Data

{'content': 'avenging'}