Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
ἀνεκφώνητος
ἀνεκχύμωτος
ἀνέλαιος
ἀνελάττωτος
ἀνέλεγκτος
ἀνελεγξία
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνελεής
ἀνελέητος
ἀνελελίζω
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
ἀνελευθέριος
ἀνελεύθερος
ἀνέλιγμα
ἀνέλικτος
ἀνέλιξις
ἀνελίσσω
View word page
ἀνελεής
mercilessly
ShortDef
mercilessly
Debugging
Headword:
ἀνελεής
Headword (normalized):
ἀνελεής
Headword (normalized/stripped):
ανελεης
IDX:
7102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7103
Key:
Data
{'content': 'mercilessly'}