Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
ποινή
ποινηλασία
ποινηλατέω
ποινήλατος
ποίνημα
ποινητήρ
ποινῆτις
ποινήτωρ
View word page
ποιναῖος
punishing, avenging

ShortDef

punishing, avenging

Debugging

Headword:
ποιναῖος
Headword (normalized):
ποιναῖος
Headword (normalized/stripped):
ποιναιος
IDX:
71020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71021
Key:

Data

{'content': 'punishing, avenging'}