Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
ποινή
ποινηλασία
ποινηλατέω
ποινήλατος
ποίνημα
ποινητήρ
ποινῆτις
View word page
ποιμνίτης
a shepherd's
ShortDef
a shepherd's
Debugging
Headword:
ποιμνίτης
Headword (normalized):
ποιμνίτης
Headword (normalized/stripped):
ποιμνιτης
IDX:
71019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71020
Key:
Data
{'content': "a shepherd's"}