Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
ποινή
ποινηλασία
ποινηλατέω
ποινήλατος
ποίνημα
View word page
ποίμνιον
a flock
ShortDef
a flock
Debugging
Headword:
ποίμνιον
Headword (normalized):
ποίμνιον
Headword (normalized/stripped):
ποιμνιον
IDX:
71017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71018
Key:
Data
{'content': 'a flock'}