Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
ποινή
ποινηλασία
ποινηλατέω
ποινήλατος
View word page
ποιμνήϊος
of a flock
ShortDef
of a flock
Debugging
Headword:
ποιμνήϊος
Headword (normalized):
ποιμνήϊος
Headword (normalized/stripped):
ποιμνηιος
IDX:
71016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71017
Key:
Data
{'content': 'of a flock'}