Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
ποινή
ποινηλασία
ποινηλατέω
View word page
ποίμνηθεν
of or from a flock

ShortDef

of or from a flock

Debugging

Headword:
ποίμνηθεν
Headword (normalized):
ποίμνηθεν
Headword (normalized/stripped):
ποιμνηθεν
IDX:
71015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71016
Key:

Data

{'content': 'of or from a flock'}