Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
ποινή
ποινηλασία
View word page
ποίμνη
a flock
ShortDef
a flock
Debugging
Headword:
ποίμνη
Headword (normalized):
ποίμνη
Headword (normalized/stripped):
ποιμνη
IDX:
71014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71015
Key:
Data
{'content': 'a flock'}