Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
ποινάτωρ
View word page
ποιμήν
herdsman, shepherd

ShortDef

herdsman, shepherd

Debugging

Headword:
ποιμήν
Headword (normalized):
ποιμήν
Headword (normalized/stripped):
ποιμην
IDX:
71012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71013
Key:

Data

{'content': 'herdsman, shepherd'}