Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάομαι
View word page
ποιμένισσα
shepherdess
ShortDef
shepherdess
Debugging
Headword:
ποιμένισσα
Headword (normalized):
ποιμένισσα
Headword (normalized/stripped):
ποιμενισσα
IDX:
71011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71012
Key:
Data
{'content': 'shepherdess'}