Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
ποιναῖος
View word page
ποιμενικός
of or for a shepherd

ShortDef

of or for a shepherd

Debugging

Headword:
ποιμενικός
Headword (normalized):
ποιμενικός
Headword (normalized/stripped):
ποιμενικος
IDX:
71010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71011
Key:

Data

{'content': 'of or for a shepherd'}