Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
ποιμνίτης
View word page
ποιμασία
feeding, tending
ShortDef
feeding, tending
Debugging
Headword:
ποιμασία
Headword (normalized):
ποιμασία
Headword (normalized/stripped):
ποιμασια
IDX:
71009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71010
Key:
Data
{'content': 'feeding, tending'}