Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλόω
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
ποίμνιος
View word page
ποιμαντικός
pastoral

ShortDef

pastoral

Debugging

Headword:
ποιμαντικός
Headword (normalized):
ποιμαντικός
Headword (normalized/stripped):
ποιμαντικος
IDX:
71008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71009
Key:

Data

{'content': 'pastoral'}