Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
ποιμνήϊος
ποίμνιον
View word page
ποιμανόριον
a herd
ShortDef
a herd
Debugging
Headword:
ποιμανόριον
Headword (normalized):
ποιμανόριον
Headword (normalized/stripped):
ποιμανοριον
IDX:
71007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71008
Key:
Data
{'content': 'a herd'}