Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
ποίμνη
ποίμνηθεν
View word page
ποιμαίνω
to be shepherd

ShortDef

to be shepherd

Debugging

Headword:
ποιμαίνω
Headword (normalized):
ποιμαίνω
Headword (normalized/stripped):
ποιμαινω
IDX:
71005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71006
Key:

Data

{'content': 'to be shepherd'}