Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
ποιμήν
ποίμνα
View word page
ποικιλτός
variegated, broidered

ShortDef

variegated, broidered

Debugging

Headword:
ποικιλτός
Headword (normalized):
ποικιλτός
Headword (normalized/stripped):
ποικιλτος
IDX:
71003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71004
Key:

Data

{'content': 'variegated, broidered'}