Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
ποιμενικός
ποιμένισσα
View word page
ποικιλτής
a broiderer
ShortDef
a broiderer
Debugging
Headword:
ποικιλτής
Headword (normalized):
ποικιλτής
Headword (normalized/stripped):
ποικιλτης
IDX:
71001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71002
Key:
Data
{'content': 'a broiderer'}