Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
ποιμασία
View word page
ποικιλτέον
one must work in embroidery
ShortDef
one must work in embroidery
Debugging
Headword:
ποικιλτέον
Headword (normalized):
ποικιλτέον
Headword (normalized/stripped):
ποικιλτεον
IDX:
70999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71000
Key:
Data
{'content': 'one must work in embroidery'}