Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανδρία
ποιμανόριον
ποιμαντικός
View word page
ποικιλόω
embroider
ShortDef
embroider
Debugging
Headword:
ποικιλόω
Headword (normalized):
ποικιλόω
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοω
IDX:
70998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70999
Key:
Data
{'content': 'embroider'}