Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχρως
ποικιλόω
ποικιλτέον
ποικιλτέος
ποικιλτής
ποικιλτικός
ποικιλτός
ποικιλῳδός
View word page
ποικιλόφρων
wily
ShortDef
wily
Debugging
Headword:
ποικιλόφρων
Headword (normalized):
ποικιλόφρων
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοφρων
IDX:
70994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70995
Key:
Data
{'content': 'wily'}