Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφωνος
ποικιλόχειρος
ποικιλόχρως
View word page
ποικιλόστικτος
mottled, dappled

ShortDef

mottled, dappled

Debugging

Headword:
ποικιλόστικτος
Headword (normalized):
ποικιλόστικτος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοστικτος
IDX:
70987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70988
Key:

Data

{'content': 'mottled, dappled'}