Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
ποικιλοφόρμιγξ
ποικιλόφρων
ποικιλόφωνος
View word page
ποικίλος
many-coloured, spotted, mottled, pied, dappled
ShortDef
many-coloured, spotted, mottled, pied, dappled
Debugging
Headword:
ποικίλος
Headword (normalized):
ποικίλος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλος
IDX:
70985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70986
Key:
Data
{'content': 'many-coloured, spotted, mottled, pied, dappled'}