Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλόδιφρος
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
ποικιλόστικτος
ποικιλόστολος
ποικιλοτερπής
ποικιλότευκτος
ποικιλοτέχνης
ποικιλότραυλος
View word page
ποικιλόνους
cunning
ShortDef
cunning
Debugging
Headword:
ποικιλόνους
Headword (normalized):
ποικιλόνους
Headword (normalized/stripped):
ποικιλονους
IDX:
70982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70983
Key:
Data
{'content': 'cunning'}