Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδίνης
ποικιλόδιφρος
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
ποικιλόμυθος
ποικιλόνους
ποικιλόνωτος
ποικιλόπτερος
ποικίλος
ποικιλοσάμβαλος
View word page
ποικιλόκαυλος
with variegated stalk

ShortDef

with variegated stalk

Debugging

Headword:
ποικιλόκαυλος
Headword (normalized):
ποικιλόκαυλος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοκαυλος
IDX:
70976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70977
Key:

Data

{'content': 'with variegated stalk'}