Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδίνης
ποικιλόδιφρος
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
ποικιλομήτης
ποικιλομήχανος
ποικιλόμορφος
ποικιλόμουσος
View word page
ποικιλοδέρμων
with pied skin

ShortDef

with pied skin

Debugging

Headword:
ποικιλοδέρμων
Headword (normalized):
ποικιλοδέρμων
Headword (normalized/stripped):
ποικιλοδερμων
IDX:
70970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70971
Key:

Data

{'content': 'with pied skin'}