Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
ἀνεκφώνητος
ἀνεκχύμωτος
ἀνέλαιος
ἀνελάττωτος
ἀνέλεγκτος
ἀνελεγξία
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
ἀνελεής
ἀνελέητος
ἀνελελίζω
ἀνέλεος
ἀνελευθερία
View word page
ἀνέλαιος
without oil

ShortDef

without oil

Debugging

Headword:
ἀνέλαιος
Headword (normalized):
ἀνέλαιος
Headword (normalized/stripped):
ανελαιος
IDX:
7096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7097
Key:

Data

{'content': 'without oil'}