Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδίνης
ποικιλόδιφρος
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλόθροος
ποικιλόκαυλος
View word page
ποικιλογραφέω
go into elaborate detail

ShortDef

go into elaborate detail

Debugging

Headword:
ποικιλογραφέω
Headword (normalized):
ποικιλογραφέω
Headword (normalized/stripped):
ποικιλογραφεω
IDX:
70966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70967
Key:

Data

{'content': 'go into elaborate detail'}