Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδίνης
ποικιλόδιφρος
ποικιλόθριξ
ποικιλόθρονος
ποικιλόθροος
View word page
ποικιλόγραμμος
striped
ShortDef
striped
Debugging
Headword:
ποικιλόγραμμος
Headword (normalized):
ποικιλόγραμμος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλογραμμος
IDX:
70965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70966
Key:
Data
{'content': 'striped'}