Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
ποικιλοδίνης
ποικιλόδιφρος
ποικιλόθριξ
View word page
ποικιλόγαρυς
with varied tones

ShortDef

with varied tones

Debugging

Headword:
ποικιλόγαρυς
Headword (normalized):
ποικιλόγαρυς
Headword (normalized/stripped):
ποικιλογαρυς
IDX:
70963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70964
Key:

Data

{'content': 'with varied tones'}