Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
ποικιλοδέρμων
View word page
ποικιλμός
elaboration, refinement

ShortDef

elaboration, refinement

Debugging

Headword:
ποικιλμός
Headword (normalized):
ποικιλμός
Headword (normalized/stripped):
ποικιλμος
IDX:
70960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70961
Key:

Data

{'content': 'elaboration, refinement'}