Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
ποικιλόδειρος
View word page
ποίκιλμα
a broidered stuff, brocade
ShortDef
a broidered stuff, brocade
Debugging
Headword:
ποίκιλμα
Headword (normalized):
ποίκιλμα
Headword (normalized/stripped):
ποικιλμα
IDX:
70959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70960
Key:
Data
{'content': 'a broidered stuff, brocade'}