Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
ποικιλόδακρυς
View word page
ποικίλλω
to work in various colours, to broider, work in embroidery

ShortDef

to work in various colours, to broider, work in embroidery

Debugging

Headword:
ποικίλλω
Headword (normalized):
ποικίλλω
Headword (normalized/stripped):
ποικιλλω
IDX:
70958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70959
Key:

Data

{'content': 'to work in various colours, to broider, work in embroidery'}