Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιητικός
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
ποικιλογράφος
View word page
ποικίλιον
mendiculeia
ShortDef
mendiculeia
Debugging
Headword:
ποικίλιον
Headword (normalized):
ποικίλιον
Headword (normalized/stripped):
ποικιλιον
IDX:
70957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70958
Key:
Data
{'content': 'mendiculeia'}