Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
ποικιλογραφέω
View word page
ποικιλίας
fish
ShortDef
fish
Debugging
Headword:
ποικιλίας
Headword (normalized):
ποικιλίας
Headword (normalized/stripped):
ποικιλιας
IDX:
70956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70957
Key:
Data
{'content': 'fish'}