Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
ποικιλόγραμμος
View word page
ποικιλία
a marking with various colours, embroidering, embroidery
ShortDef
a marking with various colours, embroidering, embroidery
Debugging
Headword:
ποικιλία
Headword (normalized):
ποικιλία
Headword (normalized/stripped):
ποικιλια
IDX:
70955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70956
Key:
Data
{'content': 'a marking with various colours, embroidering, embroidery'}