Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
ποικιλόβουλος
ποικιλόγαρυς
ποικιλόγηρυς
View word page
ποικιλεύομαι
to be versatile

ShortDef

to be versatile

Debugging

Headword:
ποικιλεύομαι
Headword (normalized):
ποικιλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ποικιλευομαι
IDX:
70954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70955
Key:

Data

{'content': 'to be versatile'}