Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιηρός
ποιησείω
ποίησις
ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
ποικίλλω
ποίκιλμα
ποικιλμός
ποικιλόβοτρυς
View word page
ποικιλάνιος
with broidered reins

ShortDef

with broidered reins

Debugging

Headword:
ποικιλάνιος
Headword (normalized):
ποικιλάνιος
Headword (normalized/stripped):
ποικιλανιος
IDX:
70951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70952
Key:

Data

{'content': 'with broidered reins'}