Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιήεις
ποίημα
ποιηματικός
ποιηματογράφος
ποιηρός
ποιησείω
ποίησις
ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
ποικίλιον
View word page
ποιητικός
capable of making, creative, productive

ShortDef

capable of making, creative, productive

Debugging

Headword:
ποιητικός
Headword (normalized):
ποιητικός
Headword (normalized/stripped):
ποιητικος
IDX:
70947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70948
Key:

Data

{'content': 'capable of making, creative, productive'}