Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποιηβόρος
ποιήεις
ποίημα
ποιηματικός
ποιηματογράφος
ποιηρός
ποιησείω
ποίησις
ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
ποικιλεύομαι
ποικιλία
ποικιλίας
View word page
ποιητικεύομαι
to be a poetic invention

ShortDef

to be a poetic invention

Debugging

Headword:
ποιητικεύομαι
Headword (normalized):
ποιητικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
ποιητικευομαι
IDX:
70946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70947
Key:

Data

{'content': 'to be a poetic invention'}